- πάμφτωχος
- -η, -ο (Μ πάμπτωχος, -ον)βλ. πάμπτωχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + φτωχός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
άλυχνος — η, ο (Α ἄλυχνος, ον) [λύχνος] αυτός που δεν έχει λύχνο ή φως, αφώτιστος νεοελλ. ο υπερβολικά φτωχός, πάμφτωχος … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αδέκαρος — η, ο αυτός που δεν έχει δεκάρα, που τού λείπουν εντελώς τα χρήματα, ο πάμφτωχος (πρβλ. απένταρος). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + δεκάρα. ΠΑΡ. αδεκαρία] … Dictionary of Greek
αδειανοσακούλης — ο ο στερούμενος τα πάντα, πάμφτωχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδειανός + σακούλα] … Dictionary of Greek
αδρέπανος — η, ο (Α ἀδρέπανος, ον) (Ν και αδράπανος) [δρέπανον] αυτός που δεν θερίστηκε με δρεπάνι, ο αθέριστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει δρεπάνι 2. που δεν έχει ούτε δρεπάνι, που στερείται τα πάντα, ο πάμφτωχος 3. άπρακτος … Dictionary of Greek
ακάλτσωτος — η, ο (και ακάρτσωτος, η, ο) [καλτσώνω] 1. αυτός που δεν φοράει κάλτσες, ξεκάλτσωτος 2. συνεκδ. ο ξυπόλυτος, ο πάμφτωχος 3. (πτηνό) που δεν έχει πούπουλα στα πόδια «κότα ακάλτσωτη» … Dictionary of Greek
ακούκουτσος — η, ο [κουκούτσι] (για καρπούς) 1. αυτός που δεν έχει κουκούτσι 2. (για πουλιά) ο παχύς «κοτσύφι ακούκουτσο» 3. (για ανθρώπους) ο πάμφτωχος «είναι ακούκουτσος» … Dictionary of Greek
γιαλούσης — ο (θηλ. γιαλούσα, η) 1. αυτός που ζει κοντά στην παραλία 2. εκείνος που ψαρεύει στον γιαλό και δεν έχει άλλους πόρους 3. πάμφτωχος, χωρίς κτήμα … Dictionary of Greek
ενδεής — ές (AM ἐνδεής, ές) εκείνος που τού λείπουν ακόμη και τα απαραίτητα για τη ζωή του, άπορος, πάμφτωχος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ενδεής γένος κολεόπτερων εντόμων αρχ. μσν. 1. αυτός που έχει έλλειψη από κάτι, ανάγκη να αποκτήσει κάτι («ἐνδεής τίνος» … Dictionary of Greek